παραμακραίνω

παραμακραίνω
παραμάκρυνα, παραμακρεμένος
1. μτβ., κάνω κάτι πολύ μακρύ, μεγαλώνω τις διαστάσεις του ή τη διάρκειά του: Τα παραμάκρυνες τα μαλλιά σου. – Παραμακραίνουμε τη συζήτηση και δε θα βγάλουμε άκρη.
2. αμτβ., γίνομαι πολύ μακρύς, διαρκώ πολύ: Παραμάκρυνε το σκοινί και βαρέθηκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραμακραίνω — και παραμακρύνω 1. μακραίνω κάτι περισσότερο από ό,τι πρέπει, τού δίνω υπερβολικό μήκος 2. μηκύνομαι πάρα πολύ, γίνομαι υπερβολικά μακρύς 3. αργώ, καθυστερώ πολύ 4. μτφ. απομακρύνομαι πολύ, ξεμακραίνω («μην παραμακραίνεις γιατί θα χαθείς») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”